ΧΑΡΑΖΕΙ (Μανδραγόρας, 2013)
του Χάρη Βρόντου, 5/2013
Ακαριαία σε χτυπούν οι λέξεις της Βασιλικής Γεροκώστα. Σαν μεταλλικά ελάσματα.
Είναι αινίγματα, γρίφοι και επιγράμματα. Μαντείου ή τάφου;... Μπορεί και πινακίδες σε καφκικές πόρτες.
Αυτή η ζωγράφος καρφώνει λεκτικά τοπία, αφήνοντας μετέωρα τα υλικά ενός ήδη κατεδαφισμένου ποιήματος.
Ενός ποιήματος ανησυχίας και απειλής.
του Χάρη Βρόντου, 5/2013
Ακαριαία σε χτυπούν οι λέξεις της Βασιλικής Γεροκώστα. Σαν μεταλλικά ελάσματα.
Είναι αινίγματα, γρίφοι και επιγράμματα. Μαντείου ή τάφου;... Μπορεί και πινακίδες σε καφκικές πόρτες.
Αυτή η ζωγράφος καρφώνει λεκτικά τοπία, αφήνοντας μετέωρα τα υλικά ενός ήδη κατεδαφισμένου ποιήματος.
Ενός ποιήματος ανησυχίας και απειλής.
ΧΑΡΑΖΕΙ (Μανδραγόρας, 2013)
του Απόστολου Ναλμπάντη, 5/2013
Χαράζει: Μιθριδατισμός: πρακτική αυτοπροστασίας από τη δράση ενός δηλητηρίου
μέσω της σταδιακής αυτοχορήγησης σε μη θανατηφόρες δόσεις.
Η Βασιλική Γεροκώστα χαίρεται το ξαφνικό λες και δεν υπάρχει το προβλεψιμο.
Χαμογελά με τον μικρό πόνο.
Τον ευχαριστιέται και τον ευχαριστεί: ίσως για να συνηθίσει τον μεγαλύτερο.
Να συνηθίσει τις μικρές δόσεις θανάτου.
Μέσα από δρόμους που τους πνίγουν οι φωνές, περνά και βλέπει.
Καταγράφει. Θυμάται. Ζει το ζω, ζει το ζουν.
Έντονα προσωπικός τόνος ερωτημάτων που μοιάζουν να τα έχουμε σκεφτεί χωρίς να τα έχουμε σκεφτεί.
Βαθύτερα εσωτερικά από κει που μας κατέβασε -η ανέβασε- με το Ασανσέρ. Απρόβλεπτος στίχος.
Διαρκής μετάβαση, διαρκής μετασχηματισμός.
Τα κατάφερε ο Μιθριδάτης.
του Απόστολου Ναλμπάντη, 5/2013
Χαράζει: Μιθριδατισμός: πρακτική αυτοπροστασίας από τη δράση ενός δηλητηρίου
μέσω της σταδιακής αυτοχορήγησης σε μη θανατηφόρες δόσεις.
Η Βασιλική Γεροκώστα χαίρεται το ξαφνικό λες και δεν υπάρχει το προβλεψιμο.
Χαμογελά με τον μικρό πόνο.
Τον ευχαριστιέται και τον ευχαριστεί: ίσως για να συνηθίσει τον μεγαλύτερο.
Να συνηθίσει τις μικρές δόσεις θανάτου.
Μέσα από δρόμους που τους πνίγουν οι φωνές, περνά και βλέπει.
Καταγράφει. Θυμάται. Ζει το ζω, ζει το ζουν.
Έντονα προσωπικός τόνος ερωτημάτων που μοιάζουν να τα έχουμε σκεφτεί χωρίς να τα έχουμε σκεφτεί.
Βαθύτερα εσωτερικά από κει που μας κατέβασε -η ανέβασε- με το Ασανσέρ. Απρόβλεπτος στίχος.
Διαρκής μετάβαση, διαρκής μετασχηματισμός.
Τα κατάφερε ο Μιθριδάτης.
28/5/11 Τα όρια του ντανταϊσμού ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΕΡΟΚΩΣΤΑ, Ασανσέρ, σελ. 24Στην ιστορία της τέχνης υπάρχουν στιγμές και διαθέσεις που δεν συνθέτουν ολοκληρωμένα ρεύματα, όμως αποτέλεσαν εφαλτήρια και γόνιμες διαδικασίες, για άλλα, συγχρονικά τους καλλιτεχνικά ρεύματα. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί το dada, που η κατεδαφιστική οργή του, η οποία εκφράστηκε σαν απελπισμένη κραυγή απέναντι στο λόγο, στο νόημα, στην εικόνα, βρήκε το πιο δεκτικό πεδίο της επίδρασής του στο σουρεαλιστικό κίνημα. Ο σουρεαλισμός λοιπόν προϋποθέτει απολύτως και πολύ συγκεκριμένα τον ντανταϊσμό, όμως ο σουρεαλισμός είναι αυτός που αξιώθηκε το ρόλο του κινήματος, με το αναγνωρίσιμο πρόσωπο, με τις θεωρητικές του ορίζουσες, με τα σημαντικά έργα που παρήγαγε. Παρ’ όλα αυτά, η μη «αυτονομία», η μη «ολοκλήρωση» του ντανταϊσμού, τού δίνει ταυτόχρονα τη δυνατότητα να μην εξαντλείται, αλλά να επανέρχεται κάθε τόσο, πάλι ως «διάθεση», αν και ποτέ ως πρόταγμα καλλιτεχνικό.
Αυτή τη διάθεση εκφράζει και η τάση της οπτικής ποίησης, στην οποία εντάσσεται και το βιβλίο της Βασιλικής Γεροκώστα. Στη βασική εκδοχή της, η οπτική ποίηση μετέρχεται μια σαφή τεχνική: αποτυπώνει τον λόγο ταυτόχρονα ως κείμενο και ως εικόνα, π.χ. παραλλάσσοντας την συνήθη τυπογραφική εμφάνιση των ποιημάτων, εν γένει εικαστικοποιώντας τον γραπτό λόγο, με έναν έντονο εσωτερικό διάλογο και συνεχείς μεταμορφώσεις των λεκτικών και των εικαστικών στοιχείων του, έχοντας δώσει μέχρι τώρα πολύ ενδιαφέροντα έργα. Όμως, η Βασιλική Γεροκώστα (ζωγράφος και γραφίστρια κατά τις σπουδές και το επάγγελμα) περιορίζεται στην τυπογραφική εικαστικοποίηση, ρέποντας περισσότερο σε έναν εξωτερικό διάλογο λόγου και εικόνας, με τα ασπρόμαυρα σχέδιά της να καταλήγουν επιπρόσθετα σχόλια πάνω στο εκάστοτε ποίημα. Έτσι καταλήγει, φοβάμαι, σε μια διακοσμητική χρήση της διαδικασίας εικαστικοποίησης του λόγου, με το κείμενο να έχει την αυτάρκειά του, η δε εικόνα να λειτουργεί ως λεζάντα. Βεβαίως και πρόκειται για μια αντιστροφή, αλλά πλέον προβλέψιμη και φθαρμένη, που όχι μόνο δεν διευρύνει το «πνεύμα» του dada, αλλά το περιορίζει. Ή, μάλλον, δείχνει το όριό του: ως καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να αποτελέσει καν μια τεχνοτροπία, είναι απλώς μια τεχνική. Όταν η οπτική ποίηση παράγει αξιόλογα καλλιτεχνικά έργα (όπως π.χ. αυτά του Μιχαήλ Μήτρα, του Κωστή Τριανταφύλλου ή του Δημοσθένη Αγραφιώτη), αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τα συμφραζόμενα που κινητοποιεί και εντάσσει, ως διάλογο του ίδιου του οπτικού ποιήματος, διάλογο με έννοιες, ιδέες, μορφές, κομμάτια της πραγματικότητας, όντας το ίδιο το οπτικό ποίημα ένας διάλογος του λόγου του και της εικόνας του. Ήδη όμως φθάσαμε στα όρια της συζήτησης για το «ανοικτό ποίημα», ή της συζήτησης για τη διαλογικότητα στην τέχνη, δηλαδή σε άλλες περιοχές. Έτσι όμως διαπιστώνουμε εκ νέου τη χρησιμότητα του ντανταϊσμού ως εφαλτηρίου, την αστείρευτη γονιμοποιητική του λειτουργία. Αν μάλιστα δούμε το βιβλίο της Γεροκώστα μέσα στο τοπίο της ποίησης των ημερών μας, όπου το στοιχείο της καλλιτεχνικής αναζήτησης, της αισθητικής αγωνίας, τείνει να εκλείψει παντελώς, μπορούμε να διακρίνουμε τη χρησιμότητα του βιβλίου, τη δικαίωσή του ως εκδοτική χειρονομία.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΕΡΟΚΩΣΤΑ, Ασανσέρ, σελ. 24Στην ιστορία της τέχνης υπάρχουν στιγμές και διαθέσεις που δεν συνθέτουν ολοκληρωμένα ρεύματα, όμως αποτέλεσαν εφαλτήρια και γόνιμες διαδικασίες, για άλλα, συγχρονικά τους καλλιτεχνικά ρεύματα. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί το dada, που η κατεδαφιστική οργή του, η οποία εκφράστηκε σαν απελπισμένη κραυγή απέναντι στο λόγο, στο νόημα, στην εικόνα, βρήκε το πιο δεκτικό πεδίο της επίδρασής του στο σουρεαλιστικό κίνημα. Ο σουρεαλισμός λοιπόν προϋποθέτει απολύτως και πολύ συγκεκριμένα τον ντανταϊσμό, όμως ο σουρεαλισμός είναι αυτός που αξιώθηκε το ρόλο του κινήματος, με το αναγνωρίσιμο πρόσωπο, με τις θεωρητικές του ορίζουσες, με τα σημαντικά έργα που παρήγαγε. Παρ’ όλα αυτά, η μη «αυτονομία», η μη «ολοκλήρωση» του ντανταϊσμού, τού δίνει ταυτόχρονα τη δυνατότητα να μην εξαντλείται, αλλά να επανέρχεται κάθε τόσο, πάλι ως «διάθεση», αν και ποτέ ως πρόταγμα καλλιτεχνικό.
Αυτή τη διάθεση εκφράζει και η τάση της οπτικής ποίησης, στην οποία εντάσσεται και το βιβλίο της Βασιλικής Γεροκώστα. Στη βασική εκδοχή της, η οπτική ποίηση μετέρχεται μια σαφή τεχνική: αποτυπώνει τον λόγο ταυτόχρονα ως κείμενο και ως εικόνα, π.χ. παραλλάσσοντας την συνήθη τυπογραφική εμφάνιση των ποιημάτων, εν γένει εικαστικοποιώντας τον γραπτό λόγο, με έναν έντονο εσωτερικό διάλογο και συνεχείς μεταμορφώσεις των λεκτικών και των εικαστικών στοιχείων του, έχοντας δώσει μέχρι τώρα πολύ ενδιαφέροντα έργα. Όμως, η Βασιλική Γεροκώστα (ζωγράφος και γραφίστρια κατά τις σπουδές και το επάγγελμα) περιορίζεται στην τυπογραφική εικαστικοποίηση, ρέποντας περισσότερο σε έναν εξωτερικό διάλογο λόγου και εικόνας, με τα ασπρόμαυρα σχέδιά της να καταλήγουν επιπρόσθετα σχόλια πάνω στο εκάστοτε ποίημα. Έτσι καταλήγει, φοβάμαι, σε μια διακοσμητική χρήση της διαδικασίας εικαστικοποίησης του λόγου, με το κείμενο να έχει την αυτάρκειά του, η δε εικόνα να λειτουργεί ως λεζάντα. Βεβαίως και πρόκειται για μια αντιστροφή, αλλά πλέον προβλέψιμη και φθαρμένη, που όχι μόνο δεν διευρύνει το «πνεύμα» του dada, αλλά το περιορίζει. Ή, μάλλον, δείχνει το όριό του: ως καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να αποτελέσει καν μια τεχνοτροπία, είναι απλώς μια τεχνική. Όταν η οπτική ποίηση παράγει αξιόλογα καλλιτεχνικά έργα (όπως π.χ. αυτά του Μιχαήλ Μήτρα, του Κωστή Τριανταφύλλου ή του Δημοσθένη Αγραφιώτη), αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τα συμφραζόμενα που κινητοποιεί και εντάσσει, ως διάλογο του ίδιου του οπτικού ποιήματος, διάλογο με έννοιες, ιδέες, μορφές, κομμάτια της πραγματικότητας, όντας το ίδιο το οπτικό ποίημα ένας διάλογος του λόγου του και της εικόνας του. Ήδη όμως φθάσαμε στα όρια της συζήτησης για το «ανοικτό ποίημα», ή της συζήτησης για τη διαλογικότητα στην τέχνη, δηλαδή σε άλλες περιοχές. Έτσι όμως διαπιστώνουμε εκ νέου τη χρησιμότητα του ντανταϊσμού ως εφαλτηρίου, την αστείρευτη γονιμοποιητική του λειτουργία. Αν μάλιστα δούμε το βιβλίο της Γεροκώστα μέσα στο τοπίο της ποίησης των ημερών μας, όπου το στοιχείο της καλλιτεχνικής αναζήτησης, της αισθητικής αγωνίας, τείνει να εκλείψει παντελώς, μπορούμε να διακρίνουμε τη χρησιμότητα του βιβλίου, τη δικαίωσή του ως εκδοτική χειρονομία.